«ΑΝ ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΔΙΝΕΣ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ, ΚΥΡΙΕ»
Τι θα γινόμουνα Κύριε,
αν δεν μου έδινες την ποίηση;;!...
Πώς θα’ταν δικά μου, όλα αυτά τα βουνά,
οι πεδιάδες με τα πράσινα χορτάρια, οι χέρσες γαίες!...
Πώς θα κυλούσαν μέσα μου κυλαριστά τα ποτάμια
κι όλοι αυτοί οι κάμποι με τα σταχολούλουδά τους
πως θα’χαν γίνει δικοί μου;!!!
Πώς θα’ταν δικές μου, οι πέντε θάλασσες
οι ήπειροι, όλες οι κραταιές πατρίδες…
Πώς θα χωρούσαν μες την καρδιά μου,
όλοι οι άνεμοι, ο σιρόκος, ο πουμέντες, ο γαρμπής, ο μαΐστρος;
Πώς θα κρατούσα μες τις παλάμες μου,
τόσες πολύχρωμες πεταλούδες;
Τι θα γινόμουνα Κύριε,
αν δεν μου είχες χαρίσει την ποίηση;!!!
Πώς θα είχα συγχωρήσει τα ασυγχώρητα;
Πώς θα είχα χωρέσει τα αχώρητα;
Πώς θα άντεχα τέτοια Ζωή;
Πού θα έκρυβα τόση Μοναξιά;
Αν δεν μου έδινες, την ευλογία των στροφών;
Αν δεν μου έδινες, τα σκαλιά των στίχων;
Αν δεν μου είχες δωρίσει την ποίηση, Κύριε,
Πώς θα’χα τέτοια παρέα;
Τόσες φωνές μέσα μου να μου μιλούν, τέτοια συντροφιά;
Πώς απ’το ξερό κλαδί μου, θ’άνθιζα;
Τόσα παιδιά δικά μου γεννήματα, πώς θα τα γένναγα;
Αν δεν μου είχες δώσει την ποίηση Κύριε
-το κοίτασμα, την φλέβα του Χρυσού στην ποδιά μου-
Πώς θα’ταν φίλες μου, η Τερψιχόρη, η Κλειώ, η Σαπφώ;
Πώς θα’χα δει την Αφροδίτη να γεννιέται πάνω στον αφρό;
Πώς θα’χα στα χέρια μου, την χαμένη ρόζ κορδέλα της Περσεφόνης.
Αν δεν μου είχες δώσει την ποίηση Κύριε,
την περισσή ματιά σου, πάνω στο φτασμένο μου,
τον φωτισμό του νου μου, δια της χειροθεσίας Σου
το φύσημα της ανάσας Σου, επί της κεφαλής μου
την πλεονάζουσα Αγάπη Σου;;;
Πώς θα είχα αξιωθεί, να γίνω μέτοχος,
της Kοσμογονίας, της Καλλιτεχνίας και της Πλαστουργίας Σου;
Πώς θα ’χα αντέξει, τέτοια Ζωή;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
Κτητικά... Μου!
Αχ, αυτή η αδυναμία μου, στα κτητικά επίθετα
Πρώτα ήταν, η πατρίδα μου
Μ’ αυτό το «μου», σφιχτό σαν σαρμαδάκι
Μετά, ο άντρας μου
Μ’ ένα «μου» ελαστικό, σαν κάλτσα
Έτσι ώστε να ‘ναι πάντα ελεύθερο...
Μετά, ήταν η κόρη μου
Μ’ ένα «μου», σαν λάσο
Μία άφηνες, δύο μάζευες...
Τα δύο τελευταία «μου» μαζί,
κάναν την οικογένειά μου
«Μου», κτητικό. Τελεία και παύλα.
Μετά, ήταν τα όνειρά μου,
ατίθασα άλογα, άλλα έζεψα, άλλα άφησα
Σαν τον ασκό του Αιόλου τα όνειρά μου.
Μετά, ήταν τα θέλω μου, αυτά τα ελευθέρωσα όλα
Να μην τα θυμάμαι και θυμώνω.
Η δουλειά μου, το σπίτι μου, τα έπιπλά μου,
τα ρούχα μου, τα αισθήματά μου, τα λάθη μου.
Μου, Μου, Μου...
Όλα κι αν φύγανε τα «μου»
Ένα, μονάχα κράτησα, σίγουρο «μου»: τα ποιήματά μου.
Η ποίησή μου ήταν, το μοναδικό σίγουρο κτητικό μου, «μου».
Ανδρομάχη Διαμαντοπούλου
Η βαλίτσα
Θα φτιάξω τη βαλίτσα μου
Πρέπει να είναι έτοιμη
Δεν ξέρεις ποτέ, πότε αυτό το ταξίδι θα αποφασιστεί.
Πάνω-πάνω θα βάλω
όλα τα λευκά φορέματα
Χαρές, Φιλίες, Ενθουσιασμοί.
Λίγο πιο εκεί,
όσους και όσα πίστεψα,
όσους και σε όσα δόθηκα,
φρου-φρου και μάταιες δανδέλες.
Στο κέντρο, με προσοχή,
θα τοποθετήσω, πεντακάθαρα τα λινά
Αξίες, Ιδανικά, Οράματα.
Με προσοχή, να μην τσαλακωθούν,
ως το τέλος ατσαλάκωτα
να τα πάρω μαζί μου.
Κι αν η βαλίτσα τώρα, γέμισε πολύ,
λεφτά, φλουριά και άλλα τιμαλφή
μαζί μου δεν θα πάρω.
Ένα μονάχα, ένα
Εκεί, στο χέρι της βαλίτσας
Ένα χαρτί,
Σαν αεροπλάνου αυτοκόλλητο
Βάλτε μου επάνω...
Ποίηση, ναι, μονάχα αυτό!
Βάλτε μου μαζί μου ένα ποίημα
Όταν πεθάνω...
Ανδρομάχη Διαμαντοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου