Ανδρομάχη

Ακόμα κι όταν φυτρώνει ένα αγριολούλουδο, η φύση όλη πανηγυρίζει.

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Ο Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσού Βραβεύει

Ο Φιλολογικός Σύλλογος του Παρνασσού βραβεύει
την Ανδρομάχη Διαμαντοπούλου-Φιλιππίδου στον τομέα της Πεζογραφίας.



Το πολυπληθές κοινό από ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών στην Ιστορική αίθουσα εκδηλώσεων του Παρνασσού. Από αριστερά, δίπλα στην ποιήτρια Ανδρομάχη, η φιλόλογος-κριτικός τέχνης κ. Αλεξάνδρα Πάντζου και δίπλα ακριβώς ο Κοσμήτορας της Σχολής.

Η Ανδρομάχη Διαμαντοπούλου-Φιλιππίδου την ώρα της απονομής.



Η Ανδρομάχη Διαμαντοπούλου-Φιλιππίδου απευθύνεται στην κριτική επιτροπή
του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσού.
Ο λόγος της Ανδρομάχης προκάλεσε μεγάλη αίσθηση και ξεσήκωσε θύελλα χειροκροτημάτων. Διακρίνεται στη φωτογραφία ο Γ.Γ. του Συλλόγου κ. Σίσκος, με βοηθό τον ακούραστο υπάλληλο κ. Γιάννη.
«Ήρθα από τη Θάσο και νιώθω ιδιαίτερα συγκινημένη που βρίσκομαι μέσα σε αυτό το ναό του πνεύματος, που από το 1865 παράγει πολιτισμό. Τα βραβεία του Παρνασσού είναι ό,τι πιο ανώτερο μπορεί να αξιωθεί Έλληνας δημιουργός στην πατρίδα του. Μυριβήλλης, Παπαρρηγόπουλος, Βαλαωρίτης, Παλαμάς, Σουρής, προσέφεραν στην Ελλάδα από τις επάλξεις του Παρνασσού...»

Η ώρα της απονομής. 
Ο Πρόεδρος απονέμει στην Ανδρομάχη Διαμαντοπούλου-Φιλιππίδου
Α’ Έπαινο Πεζογραφίας για το διήγημα «Η Παρέλαση».

Ο Πρόεδρος του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσού, καθηγητής Πανεπιστημίου,
κ. Ιωάννης Μαρκαντώνης, μίλησε με τα καλύτερα λόγια για την ποιήτρια της Θάσου και το έργο που αυτή επιτελεί εδώ και χρόνια.

«Αιεν Αριστεύειν», η ευχή του Προέδρου στην «Ανδρομάχη της Θάσου».



ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ:
Ο,ΤΙ ΠΙΟ ΑΝΩΤΕΡΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΞΙΩΘΕΙ ΕΛΛΗΝΑΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ!

Ο Φιλολογικός Σύλλογος του Παρνασσού βραβεύει
την Ανδρομάχη Διαμαντοπούλου-Φιλιππίδου στον τομέα της Πεζογραφίας.

Ο Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, πιστός στην παράδοσή του, ετέλεσε μία σεμνή εκδήλωση για να τιμήσει τους θανόντες ιδρυτές, ευεργέτες και Προέδρους του Συλλόγου. 

Έτος Ίδρυσης: 1865. 

Προηγήθηκε Θεία Λειτουργία και το καθιερωμένο ετήσιο μνημόσυνο στον Ιερό Ναό Αγ. Γεωργίου Καρύτση και ακολούθησε στην καλαίσθητη ιστορική αίθουσα εκδηλώσεων του Συλλόγου η εκδήλωση, στην οποία χαιρέτησε ο Πρόεδρος του Συλλόγου, Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννης Μαρκαντώνης, ο οποίος έκανε και έναν απολογισμό του έργου της Σχολής. 

Παρόντες ήταν: ο Γενικός Γραμματέας κ. Σίσκος, ο επίτιμος Πάρεδρος Παιδαγωγικού Ινστιτούτου κ. Χρήστος Παπαδόπουλος, έφορος σχολών, ο Γενικός Γραμματέας κ. Διονύσιος Καλαμάκης, καθώς και ο Κοσμήτορας της Σχολής.  Επίσης και ο Πρόεδρος της Εταιρίας Πολιτισμού και Τεχνών Κερατσινίου κ. Στέλιος Τραϊφόρος, η εκδότρια/διευθύντρια της ιστορικής εφημερίδας Ο ΠΟΛΙΤΗΣ, κ. Πηνελόπη Τσουκάτου, ο διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού ΔΕΥΚΑΛΙΩΝΑ, κ. Θάνος Αθανασόπουλος, αλλά και η λάτρης και κριτικός τέχνης, φιλόλογος κ. Αλεξάνδρα Πάντζου.

Απονεμήθηκαν στους διακριθέντες μαθητές, έλληνες και αλλοδαπούς, για τη φοίτησή τους στο Σχολείο του Συλλόγου, βραβεία μετά οικονομικού επάθλου εκ των κληροδοτημάτων Γαλανοπούλου, Κανέλλη και Λαδάκη. 

Παρουσιάστηκαν εισηγήσεις του 89ου Καλοκαιρινού Θεατρικού Διαγωνισμού, καθώς και της 30ής Πανελληνίου Εκθέσεως Εικαστικών Τεχνών, καθώς επίσης και οι διακρίσεις του 27ου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού του Παρνασσού. Την κριτική επιτροπή του λογοτεχνικού διαγωνισμού απάρτιζαν οι Καθηγητές Πανεπιστημίου κ. Δημήτριος Κουκουλομμάτης, κ. Γεώργιος Ζώρας, καθώς και ο Γενικός Γραμματέας του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσού, Επίτιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου κ. Διονύσιος Καλαμάκης.

Ο ιστορικός αυτός Σύλλογος, φειδωλός στις διακρίσεις, όπως πάντα, στο λογοτεχνικό διαγωνισμό απένειμε μονάχα δύο βραβεία ανά το πανελλήνιο: στον κ. Θεόδωρο Σαντά, τέως Πρόεδρο της ΕΛΒΕ απενεμήθη ένα μοναδικό Β’ Βραβείο Ποίησης και ένας Α’ Έπαινος στην κ. Φιλίτσα Λέρτα-Αθανασέλλου.  Στον τομέα της Πεζογραφίας απένειμε έναν Α’ Έπαινο στην κ. Ανδρομάχη Διαμαντοπούλου-Φιλιππίδου από Θάσο.


Λόγος της ποιήτριας Ανδρομάχης Διαμαντοπούλου-Φιλιππίδου

Αγαπητέ Πρόεδρε του Παρνασσού, Ομότιμε Καθηγητά του Πανεπιστημίου Αθηνών,
κύριε Ιωάννη Μαρκαντώνη.
Συγκάτοικοί μου στην Πόλη των Ιδεών, καλημέρα σας.  Ονομάζομαι Ανδρομάχη.
Ήρθα από τη Θάσο και νιώθω σήμερα ιδιαίτερα συγκινημένη που βρίσκομαι μέσα σε αυτόν τον Ναό του Πνεύματος, του άληκτου ελληνικού λόγου, στον Φάρο αυτό πανελλήνιας και διεθνούς αναγνώρισης, που από το 1865 παράγει πολιτισμό!
Μυριβήλης, Παπαρρηγόπουλος, Βαλαωρίτης, Παλαμάς, Σουρής, προσέφεραν στην Ελλάδα από τις επάλξεις του Παρνασσού
το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και τον 20ό αιώνα έως σήμερα που Πρόεδρος είναι ο Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Ιωάννης Μαρκαντώνης.
Νιώθω ιδιαίτερα συγκινημένη που ο ιστορικός Σύλλογός σας με έκρινε άξια βράβευσης.  Τα βραβεία ίσως σε κάποιους να φαίνονται εύκολα, αλλά όσοι παίρνουν μέρος σε διαγωνισμούς γνωρίζουν ότι δεν είναι έτσι.  Ειδικά τα βραβεία του Παρνασσού, που είναι ό,τι πιο ανώτερο μπορεί να αξιωθεί Έλληνας δημιουργός στην πατρίδα του.  Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους φίλους μου που είναι σήμερα κοντά μου, τον Πρόεδρο της Εταιρίας Πολιτισμού και Τεχνών Κερατσινίου κ. Στέλιο Τραϊφόρο, την εκδότρια/διευθύντρια της ιστορικής εφημερίδας Ο ΠΟΛΙΤΗΣ, κ. Πηνελόπη Τσουκάτου, τον διευθυντή του λογοτεχνικού περιοδικού ΔΕΥΚΑΛΙΩΝΑ, κ. Θάνο Αθανασόπουλο, αλλά και τη λάτρη και κριτικό τέχνης, φιλόλογο κ. Αλεξάνδρα Πάντζου και, φυσικά, τον σύντροφό μου.
Μέσα στους χαλεπούς αυτούς καιρούς που διανύουμε εγώ θα ευχηθώ σε όλους σας καλή συνέχεια.
Γιατί η δυνατότητα να επιθυμείς αλλά και να παράγεις πολιτισμό είναι στις μέρες μας Αντίσταση!
Ο Πολιτισμός είναι ό,τι μας έχει απομείνει όταν όλα έχουν χαθεί.
Είναι όλα όσα κατοικούν μέσα μας.
Όλα αυτά που με τίποτα δεν μπορούν να μας κλέψουν.
Δεν μπορούν να μας τα αφαιρέσουν.
Σήμερα μικροί-μεγάλοι νιώθουμε οργή και κούραση.
Ζούμε σε μια εποχή αφθονίας με ψυχές νηστικές, άδειες σαν μπακιρένια κουτιά, που αν ρίξεις μέσα ένα κέρμα θα ακουστεί ο ήχος να γυρίζει πίσω.
Ζούμε μια ζωή δίχως αυτοκριτική, έναν ευδαιμονισμό που μονάχα ευτυχισμένους δεν μας κάνει.
Οι συγγραφείς, οι ποιητές, οι δημιουργοί, συχνά ακροβατούμε στα όρια μιας πνευματικής αλαζονείας, ενώ δείχνουμε να μην πιστεύουμε στη Δύναμή μας, στη Δύναμη του Λόγου.
Ποιανού Λόγου, όμως;
Του Λόγου του Αληθινού!
Εν Αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος.
Ο κόσμος αυτός δεν θα αλλάξει ποτέ απ’ τα κόμματα.  Από εμάς θα αλλάξει, τους δημιουργούς.
Με τη γραφή θα τον αλλάξουμε τον κόσμο, αρκεί να είναι γραφή από καρδιάς και όχι απλού ρεμβασμού ή εντυπωσιασμού.
Πρέπει εμείς οι συγγραφείς να ξαναπιστέψουμε στις δυνάμεις μας, να αξιωθούμε να δούμε νέους ορίζοντες, να φέρουμε ένα καινούριο αύριο και ιδίως να ενωθούμε.
Θα σας θυμίσω πως χρειάζεται σκοτάδι για να φανεί το φως.
Μην ξεχνάτε ότι από το πιο πυκνό σκοτάδι βγαίνει η αυγή.
Σήμερα, περισσότερο από γεφύρια και δρόμους χρειαζόμαστε δάση.  Άλση με δένδρα ορθών λέξεων και Ιερών Γραμμάτων, που θα φωτίσουν τον άνθρωπο δίχως να τον κουράσουν.
Και πρέπει να βοηθήσουμε όλοι σ’ αυτό.
Με καρυοφύλλι την Ελληνική Γλώσσα να προχωρήσουμε.
Όλα αρχίζουν και πεθαίνουν μέσα στα χέρια μας.
Όλα τελειώνουν όταν εμείς τα τελειώσουμε.
ΔΥΝΑΜΗ!




Κι αν πολλοί λένε ότι: «δεν έχουμε τίποτα»
Εγώ θα πω: Μας δόθηκαν τα πάντα!!!
Αυτός ο γαλανός ουρανός πάνω απ΄ τα κεφάλια μας
αυτά τα δέντρα , η θάλασσα, η γης.
Κι αν είναι όπως λένε όλα δύσκολα…
Σκάψτε!
Μην περιμένετε βοήθεια.
Γιατί βοήθεια, δεν θα ΄ρθεί ποτές , από  κανέναν.
Μοναχοί, Σκάψτε!
Σκάψτε την Θάλασσα!
Σκάψτε τη Γη!
Σκάψτε τον Ουρανό!
Μην περιμένετε χώμα γόνιμο.
Μήτε τον καιρό της σποράς να περιμένετε.
Φυτέψτε πάνω στις πέτρες!
Πάνω στις πέτρες  φυτέψτε.
Γδαρθείτε πάνω στις πέτρες
Ματώστε… με  χέρια γυμνά
Και δεν θα αργήσουν να ΄ρθουν
Τα κυκλάμινα!*

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ-ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ

* Γιατί  τα κυκλάμινα φύονται πάντα πάνω σε άγονο χώμα…





 
Το βραβευμένο κείμενο


 
Η ΠΑΡΕΛΑΣΗ

Εν Θάσω  1974
Σημαιοφόρος ο Δημήτρης Παπαδημητρίου , δεξιά ο Νικόλαος Σωτηρέλης, αριστερά ο  Χριστόφορος Κλωνάρης  πίσω αριστερά Ανδρομάχη Διαμαντοπούλου δεξιά η Φαίδρα Ευαγγελίδου. Με τα γυαλιά ,διακρίνεται η αξέχαστη φιλόλογος κα Κριτσανίδου
 
Το κείμενο αφιερώνεται
Στη μνήμη των αείμνηστων πρώτων δασκάλων μου
Αλλά και σε όλους τους σημερινούς εκπαιδευτικούς που με τον Λόγο τους σμιλεύουν τις Ψυχές των Νέων Ελλήνων.


 
«Σήκω Ανδρομάχη, να μας πεις το ποίημα: «Τί είναι η Πατρίδα μας» με μάγουλα στο χρώμα της φωτιάς, και μια καρδιά που χτύπαγε στα στήθη σαν ταμπούρλο αλλά και μια σεμνή περηφάνια -που ο κύριος για άλλη μια φορά είχε διαλέξει εμένα να απαγγείλω  ανάμεσα σε τόσα παιδιά, μπροστά στον επιθεωρητή- ανασηκώθηκα αμέσως από το θρανίο μου, βάζοντας στην θέση την καρέκλα μου προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο καθώς σηκωνόμουνα και αφού έσιαξα  τις πιέτες της ποδιάς μου άρχισα με μια φωνή που έβγαινε μέσα από την ψυχή μου να βροντοφωνάζω  , τονίζοντας μια μια τις λέξεις ,δίνοντας χρώμα στις προτάσεις:

«Τι είναι η Πατρίδα μας
Μην είναι οι κάμποι;
Μην είναι τα ψηλά βουνά;
Μην είναι η Θάλασσα;
Όλα
Όλα είναι η Πατρίδα μας
Κι΄ αυτά και εκείνα και όλα  που ΄χουμε μες την καρδιά;»

Όσο προχωρούσα το ποίημα , όσο βυθιζόμουνα μέσα του άλλο τόσο το ζούσα, είχα ανατριχιάσει ολόκληρη κι ας ήμουν μόνο 8 χρονών, το ΄νιωθα στο πετσί μου αυτό το ποιήμα. Ξέχασα και τον κύριο, ξέχασα ( και τον φόβο και τρόμο τότε) τον επιθεωρητή ., ξέχασα και τους συμμαθητές μου, αδιαφόρησα για την  ξυλόσομπα που εκείνη την ώρα βρήκε η ευλογημένη  την ώρα να κορώσει!
Ήμουν μια Ελληνοπούλα εκείνη τη στιγμή .Μια Ελληνοπούλα, με μπλέ ποδιά κι΄ άσπρο γιακά , που τα ΄δινε  όλα.
Τελειώνοντας  βροντοφώναξα τον επίλογο : -Κι αυτά κι΄εκείνα που΄ χουμε μες την καρδιά , και  χτύπησα με την μπουνιά μου την καρδιά μου, κι έκατσα με δύναμη στην καρέκλα μου, κάτι σαν να ξεφόρτωνα την πανοπλία μου , τόσο είχα φορτιστεί, που τα χειροκροτήματα που εισέπραξα απ΄ όλους , από την μέση και μετά άρχισα να τα ακούω !
- «Μαμά , μαμά..» η φωνή της κόρης μου με προσγείωσε απότομα στο χρόνο.
-«25η Μαρτίου 2009, μου σιδέρωσες το πουκάμισο; Τα παπούτσια  μου τα ΄βαψες; Πού είναι το καλτσόν;»
 -«Ησύχασε παιδί μου , από χθες δεν τα ετοιμάσαμε όλα, σήκω να πλυθείς.>>
-«Εσύ θα με πας ή ο μπαμπάς;»
-«Εγώ»
-«Να μην αργήσουμε, να κάνουμε γρήγορα, είπε ο κύριος  10.30 στην αυλή να είμαστε όλοι στο σχολείο. Δέκα και μισή ακριβώς!»
-«Θα είμαστε, ακόμα είναι εννιά, Έλα να σε χτενίσω. Μήπως πρέπει να σου βάλω την άσπρη κορδέλα;»
-«Όχι μαμά, θα είναι ελεύθερα τα μαλλιά.»
Η κόρη μου στα δέκα, πότε μεγάλωσε, ακόμα χτες την έντυνα Αμαλία…Πλισέ ποδιά, γιλέκο μπλε, λευκό πουκάμισο!!!
-«Αχ κορίτσι μου , πόσο πίσω με γυρίζεις στο χρόνο, όμορφα που θα είστε όλα σήμερα και να προσέξεις, παιδί μου ,να μην λερώσεις την φούστα σου.
Εμείς πάντα τέτοια μέρα λερώναμε την φούστα μας!»
-«Την  λερώνατε την φούστα σας ; Γιατί μαμά;»
-«Απ΄ το λουκούμι παιδί μου, μετά την παρέλαση απαραίτητα μας κέρναγαν λουκούμι, άσπρο λουκούμι  κι άλλες φορές ροζ λουκούμι που μύριζε τριαντάφυλλο.
Εκεί να δεις τί γινότανε, με τί λαχτάρα απλώναμε τα χέρια μας να πάρουμε το λουκούμι, ξεχνούσαμε και τις μπλέ πλισέ φούστες μας επειδή  τα λουκούμια δεν ήταν ποτέ το ένα ίδιο με το άλλο σε μέγεθος, κοίταζε ο καθένας να αρπάξει το μεγαλύτερο, διαλέγαμε , έτσι χιόνιζε λουκουμόσκονη στις μπλέτες  της φούστας μας.
-«Α ρε μαμά για ένα λουκούμι κάνατε έτσι;»
-«Ναι παιδί μου, ήταν μεγάλη υπόθεση τότε για μας τα παιδιά να ασχοληθούν με την αφεντιά μας και να μας κεράσουν λουκούμι! Δύο φορές τον χρόνο , γινόταν μονάχα, αυτό, στις εικοσιοκτώ  Οκτωβρίου  και την εικοσιπέντε Μαρτίου , κάποιες φορές μάλιστα μας τράτερναν και τους εργολάβους .»
-«Τι ήταν αυτά ; Χτίστες;»
-«Όχι καλέ κορούλα μου , είναι τα σημερινά αμυγδαλωτά με την ψίχα.»
-«Αααα αυτά μάλιστα!»
-«Αυτά μας τα κερνούσαν σπανιότερα ή μάλλον λίγο αργότερα, πιο μεγάλη ήμουνα θυμάμαι… Δυο τρεις μέρες πριν τις παραμονές της επετείου η κρατική τηλεόραση έδειχνε  μονάχα φιλμ και αφιερώματα πατριωτικού περιεχομένου.Απ΄ το πρωί ξυπνούσαμε με την φωνή της Βέμπο, όλα τα μεγάφωνα στη διαπασών, μεγάφωνα η εκκλησία-η λειτουργία του Ευαγγελισμού ακουγόταν από άκρη σε άκρη- μεγάφωνα ο Δήμος, μεγάφωνα το σχολείο, παντού μεγάφωνα.»

«Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει»
«Βάζει ο Ντούτσε την Στολή του για την 28η Οκτωβρίου»
«Παιδιά της Ελλάδος παιδιά!»
«Μάνα μου τα κλεφτόπουλα!»

-«Θέλαμε δεν θέλαμε με όλα αυτά μπαίναμε στο κλίμα. Η πιό ωραία  στιγμή ήταν η κατάθεση στεφάνου στο Ηρώο. Δυο φορές είπα ποίημα στο Ηρώο. Μεγάλη τιμή τότε να πεις ποίημα στο Ηρώο, διαλέγανε τους καλύτερους μαθητές τόσο σε γνώσεις όσο και σε ήθος.
Πού να πας να πεις ποίημα , έπρεπε να έχεις Διαγωγή κοσμιωτάτη»
-«Τι είναι η Διαγωγή μαμά;»
-«Η Διαγωγή παιδί μου είναι  για μένα πολύ πιο σημαντικό κι΄ απ΄ τους  βαθμούς , είναι το γενικό φέρεσθαι του παιδιού  στο σχολείο, το σημειώνουν κάτω αριστερά  στους ελέγχους.»
-«Ε αυτό καλέ μαμά δεν είναι τόσο σπουδαίο ,όλοι κοσμικότατη παίρνουμε , το ΄δα εγώ.»
-«Ναι, παιδί  μου, στις μέρες σας, έτσι γίνεται, στις δικές μας μέρες όμως, η Διαγωγή ήταν η μεγαλύτερη προίκα του μαθητή, κι εύκολα μπορούσε από κοσμιοτάτη να γίνει κοσμία και μετά τρέχα γύρευε.., γι΄ αυτό σου λέω , πού  να πας στο Ηρώο, λίγα παιδιά το καταφέρνανε .Έπρεπε να είσαι άριστος σε όλα. Εγώ είπα μια φορά πολύ μικρή στα νήπια το : κάμποι , ραχούλες και βουνά … και μια φορά στην  έκτη Δημοτικού, απ΄ την πολύ μου αγωνία λύθηκε η μύτη μου.
Όσο για την παρέλαση εκεί να δεις, μολυβένιοι στρατιώτες πηγαίναμε, ένα στο δεξί  , δύο στο αριστερό, ένα μήνα και διαρκούσανε οι πρόβες, παρόλο που είχε πολύ χώρο  δεν τις κάναμε στην αυλή του σχολείου , μας πήγαιναν στα Τσαΐρια.»
-«Στα Τσαΐρια; Γιατί τόσο μακριά;»
-«Βέβαια , γιατί θέλανε να μας βάλουνε να περπατήσουμε όλοι σε μία ευθεία.>>
-«Καλά, με τα αυτοκίνητα τι κάνατε;»
-«Τι λες  παιδί μου , είχε αυτοκίνητα τότε; Μονάχα  κανα δυό , γαιδάρους είχε και μουλάρια.»
-«Και ένα  στο αριστερό και δύο στο δεξί.». Στητά τα χέρια, ψηλά το χέρι να σου φεύγει ο ώμος ένα πράμα,   σ΄ αυτό πολύ επέμεναν.
-«Περήφανα  περπατάμε τώρα, ίσια η πλάτη , μέσα η κοιλιά.» ΦΡρρρρρρ σε κάθε λάθος ακουγόταν η σφυρίχτρα.
-«΄Αρξαστε εν δυό. Βάζανε και κανα δύο να κάνουνε σαν σημαδούρες τους επισήμους.»
-«Κλίνατε επ΄ αριστερά.» Κλίναμε ,όλες οι τάξεις  μαζί κι ένα ποδοβολητό ακουγόταν , νιώθαμε σαν να ΄μασταν  όλοι μας το άλογο, του Βουκεφάλα!
Δεν βλέπεις τους επισήμους ;Δεν γύρισες το κεφάλι; Να τράβηγμα το αυτί κι η βέργα  κληματόβεργα ,μεγάλη- μεγάλη.»
-«Τι λες ρε μαμά, σας δέρνανε;»
-« Αμ΄ τί θαρρείς ; Θέλανε την τελειότητα.
-«Παρελαύνουμε τώρα , δεν περπατάμε, ούτε βόλτα πάμε .Παρελαύνουμε>> ακόμα έχω την φωνή τους στα αυτιά μου .
Εμείς ζοριζόμασταν βέβαια, πάνω κάτω τον δρόμο στα Τσαΐρια αλλά απ΄ τις πολλές πρόβες , χάναμε και αρκετό απ το μάθημα κι έτσι ήταν η καλύτερή μας αυτές οι πρόβες, άσε που μετά παίζαμε και κυλιόμασταν στα γρασίδια . Πάντως άξιζε τον κόπο την παρέλαση εντέλει με τα πολλά την πετυχαίναμε μ΄ένα χέρι πηγαίναμε κι όταν χάναμε το βήμα μας μαθαίνανε  ένα κόλπο σαν κουτσό κι αλλάζαμε αμέσως το βήμα.
-«Διαμαντοπούλου, κάνε κουτσό» αμέσως σαν να με χτύπαγε κεραυνός άλλαζα το βήμα  να πάω ίδια με τους άλλους.
Μεγάλο άγχος , είχαμε όχι μόνο να μην χάσουμε το βήμα, αλλά να κρατήσουμε τις αποστάσεις κάθε τάξη το ίδιο να απέχει  η μία από την άλλη, καθώς και ο κάθε διμοιρίτης από την τάξη του , όσο για τους σημαιοφόρους ούτε λόγος  να γινότανε, αυτοί έπρεπε να είναι φανερά πάντα πρώτοι. Την σημαία την βαστούσε ο άριστος των αρίστων, που όλοι τον ζηλεύαμε βεβαίως και παραστάτες δίπλα του , οι άριστοι μαθητές Σημαιοφόρος και οι παραστάτες, καθώς και οι διμοιρίτες φορούσαν γάντια λευκά..»
-«Δεν μπαίνανε οι παραστάτες με κλήρο;»
-«Τι είναι αυτό; Μόνο με τους πιο  υψηλούς βαθμούς μπαίνανε οι παραστάτες. Σήμερα βάζουνε κλήρο; 
Στην έκτη μια φορά ήμουν και ΄γω παραστάτρια. Θυμάμαι τι καμάρι είχα που θα φορούσα μαζί με την άσπρη απαραίτητη κορδέλα στα μαλλιά και τις λευκές ως το γόνατο κάλτσες, τα γάντια. Αχ αυτά τα γάντια, σου εύχομαι κάποτε παιδί μου να τα φορέσεις και Συ.»
-«Ποιά γάντια μαμά, δεν φοράνε  σήμερα γάντια οι παραστάτες»
-«Δεν φοράνε;»
-«Όχι ούτε κορδέλα λευκή , ούτε κάλτσες, καλτσόν δεν πήραμε χτες στο χρώμα του ποδιού ;»
-«Καλά λες καλτσόν πήραμε , μπερδεύτηκα.»
-«Ήταν όμως υπέροχα αυτά τα γάντια . Μου είχε κάνει η μαμά μου και τα μαλλιά μου μπούκλες με την μασιά και επειδή , δεν ήταν και πολύ μακριά , κάποιες φορές που  έφθανε  η μασιά στον σβέρκο, καιγόμουνα  αλλά  δεν μίλαγα,  μπρος τα κάλλη τι είναι ο πόνος!
Όταν τελείωσε με την μασιά η μαμά μου, μου έβαλε προσεκτικά την λευκή μου κορδέλα και πήγε να πιάσει να μου βάλει και λακ μην μου τα πάρει ο αέρας.
-«ΟΧΙΙΙΙΙΙΙ» φώναξα εγώ ,ένα ΟΧΙ σαν της 28η Οκτωβρίου, τρόμαξε η καημένη η μάνα μου
-Παιδί μου για να μην χαλάσουνε ,  μου είπε.
-Τρελάθηκες μαμά να με αποβάλουνε θέλεις; Της  ειπα, και συνέχισα :
-          Ας τα! Ας χαλάσουνε , ας τα πάρει ο άνεμος, εμένα να μην πάρει.
Λακ δεν μας αφήνανε να βάζουμε.»
-«Τι λες καλέ μαμά ! Εμείς τώρα και ζελέ βάζουμε και καρφάκια κάνουμε, κάποια μεγάλα κορίτσια της έκτης και κοκκινάδι βάζουν και τις κοιλιές τους έξω βγάζουνε!»
-«Εσείς παιδί μου, Εσείς! ……Εμείς ούτε να το διανοηθούμε .Πολλές φορές σκέφτομαι ότι αν οι δικοί μας δάσκαλοι έβλεπαν πώς εσείς σήμερα πάτε στο σχολείο θα πάθαιναν εγκεφαλικό , ειδικά εάν έβλεπαν αυτό το μοδάτο χτένισμα που κάνουν μερικά αγόρια  που είναι σαν να έβαλαν το χέρι τους στην πρίζα, σαν να έπαθαν ηλεκτροπληξία  δηλαδή.
Όσο για την φούστα της παρέλασης εκεί να δεις αποβολές , ως το γόνατο ,απ το γόνατο και κάτω, μπορούσες να βάλεις απ το γόνατο και πάνω…Θάνατος!
 Αλλά και το παπούτσι απαραίτητα μαύρο.»
-«Και μας ,μαμά, και τα δικά μας μαύρα είναι μέχρι σήμερα.»
-«Ναι μαύρο αλλά τι μαύρο, όχι τακουνάτο ήταν γεμάτο  το τακούνι  όχι γόβες συγκεκριμένα cm. Οποία δεν άκουγε απ΄ το αυτί και στο κηδεμόνα της και το ωραίο είναι ότι πάντα υπήρχαν επαναστάτες , δύο τρεις που δεν υπάκουγαν θελαν να κάνουν το δικό τους. Αυτές όμως απουσίαζαν , δεν κάνανε παρέλαση παίρνανε αποβολή. Γινόταν μεγάλα κλάματα τότε  , μέσα στις χούφτες τους έκλαιγαν, οι πιο τολμηρές γίνονταν τα μάγουλά τους παντζάρια από την αποβολή. Μεγάλη ντροπή να αποβληθεί;
Έτσι στην παρέλαση βηματίζαμε όλοι  και όλες ομοιόμορφα , κάθε δάσκαλος συνόδευε την τάξη του για καλό και για κακό μη κάνουμε κανένα λάθος από κοντά , μόλις περνούσαμε τους επισήμους, τακ ,θαρρείς και πήγαινε μόνο του, το ρημάδι το κεφάλι , κρακ καμιά φορά πιάνονταν απ το πολύ το γύρισμα και ο αυχένας μας σαν να είχε άλατα, συνεχίζαμε το βήμα ωσότου φτάσουμε  ως το Ζαχαροπλαστείο του Θωμαίδη. Οι πιο μάγκες χειροκροτητές από τον κόσμο μας πετούσαν κέρματα η σφύριζαν προκλητικά , έτσι για πλάκα τότε. Αυτό γινόταν βέβαια προς το τέλος του παρατεταγμένου κόσμου.»
-«Ως του Θωμαίδη ,  παρελαύνατε μαμά;»
-«Ναι , εκεί τελειώναμε.»
-«Πω! Πω! κάνατε ολόκληρη την παραλία παρέλαση ;»
-«Εμ΄τι την μισή;»
-«Μόλις φθάναμε στο τέρμα, αμέσως γυρνούσαμε , όλο το σώμα μας  να δούμε αν τα καταφέρανε και οι υπόλοιπες τάξεις, θέλαμε  σαν σχολείο -τότε ήταν ένα το σχολειό- (το πρώτο Δημοτικό Σχολείο Θάσου) να είμαστε ΠΡΩΤΟΙ και σαν άτομα  αλλά αλλά και σαν σύνολο να είμαστε ευπαρουσίαστοι! Καθώς σιγουρευόμασταν ότι όλα πήγαιναν καλά  χειροκροτούσαμε τις τάξεις που ακολουθούσαν με ζητωκραυγές και με μια χαρά που ένα ακόμα βάρος βαρύ του να είμαστε τέλειοι στη  παρέλαση είχε φύγει από πάνω μας. Ήταν αυτή  η παρέλαση, σαν δεύτερες εξετάσεις, σαν αυτό που λέγανε :« Νους υγιής εν σώματι υγιή».
Κάποιες φορές, όχι πάντα , μπροστά στην πλατεία του Παλαιού Δημαρχείου , στον θρυλικό πλάτανο, που είναι σήμερα το ομώνυμο μαγαζί , οι  μεγάλες τάξεις χόρευαν παραδοσιακούς χορούς με  Δημοτικά τραγούδια που ακούονταν στη διαπασών από τα μικρόφωνα του Δήμου ή  από τα κασετόφωνα , τα τέιπ , που ήταν πολύ στη μόδα τότε.
Ακολουθούσε το κέρασμα , για τους μεγάλους δεν θυμάμαι τι , ένας  μας δίνανε πάντα λουκούμι.
Εεε μετά από τόσο κόπο , από τόση αγωνία ,πώς να λες να μας φαινόταν το λουκούμι, γλύκισμα μας φαινόταν, μάννα εξ ουρανού, μας φαινόταν!»
-«Άντε μαμά ,άστα αυτά ,δέκα πήγε  η ώρα, άντε  ούτε με τα λουκούμια σου.
Αχ εμείς τί θα κάνουμε σήμερα, δύο πρόβες κάναμε όλο κι όλο! Και είμαι και  πρώτη στη σειρά σύμφωνα με το ύψος  μου κι αν τα μπερδέψω χάθηκα.»
-«Όχι καρδούλα μου δεν θα τα μπερδέψεις. Θα θυμάσαι αυτό που σου είπε η μανούλα: «Δεν περπατάς ….Παρελαύνεις!»,
Ίσια , στητά όχι χαλαρά για την Πατρίδα σου , για την Ελλάδα .
Γιατί τι είναι η Πατρίδα;
Είναι η μήτρα! Η κούνια μας!Η αγκαλιά  και ο Τάφος  μας!
Ο τόπος όπου φιλοξένει τις ανάσες μας!
Μέχρι εσχάτων να την υπερασπίζεις την Πατρίδα Σου!
 Κι αυτό να το δείχνεις όχι μόνο με τα λόγια αλλά και με τις  πράξεις Σου , και με το βήμα Σου και με το ήθος Σου!
Γιατί η Πατρίδα σήμερα μας χρειάζεται!
Μέχρι  εσχάτων μας θέλει!
Μας χρειάζεται γιατί νοσεί , αιμορραγεί!
Μας  θέλει  ΟΛΟΥΣ πίσω!
Θέλει Εσένα!
Θέλει Εμένα!
Θέλει Εμάς!

Όλους τους Έλληνες, μαζί με φλογισμένες καρδιές .
Όλους Μαζί  μια γροθιά , μια μπουνιά ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ.»

 «Γιατί τί είναι η Πατρίδα μας
Μην είναι οι κάμποι;
Μην είναι τα υψηλά βουνά;
Μην είναι όλα  όσα  έχουμε μες  την καρδιά;»


ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

Όχι Ένας για Έναν!
Ένας για Όλους
και Όλοι για Έναν!

Όχι Εγώ και Εγώ!
Εγώ και Εσύ!
Εσύ και Εγώ: Εμείς!

Όχι Εμείς και Εσείς!
αλλά Εσείς και Εμείς!
Όλοι Εμείς, Μαζί!!

Όχι ΑυτοίΙ!!
Μήτε Τούτοι!!
Μηδέ Εκείνοι!!
Όλοι Μαζί.

Μια Γροθιά. Μια Μπουνιά. Ένα Σμάρι.
Οι Έλληνες!
Μια φούχτα Είμαστε!
Αλλά, Είμαστε Έλληνες!


                          ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ
ΘΑΣΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου